Η απεικόνιση των ελληνικών Χριστουγέννων, σ’ έναν από τους πιο γνωστούς πίνακες στην ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής προκαλεί διαχρονικά θαυμασμό και συγκίνηση, σχεδόν δύο αιώνες από τη φιλοτέχνησή του, από το Νικηφόρο Λύτρα.
Ο «ζωγράφος των Χριστουγέννων», δεν αποτυπώνει στον καμβά απλά μία ομάδα παιδιών, διαφορετικών εθνικοτήτων, ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές να λένε τα κάλαντα συνοδεία παραδοσιακών οργάνων (σ.σ. ταμπούρλο και φλογέρα). Μέσω των συμβολικών στοιχείων που εισάγει επιτυγχάνει τη μύηση σε μία κοινωνική πραγματικότητα, που αν και άλλης εποχής, παραμένει επίκαιρη, κυρίως ως προς το ελπιδοφόρο μήνυμα της γέννησης του Χριστού, που επισκιάζει οτιδήποτε σκοτεινό, όπως το άνυδρο δέντρο και το θλιμμένο βλέμμα του παιδιού που παρατηρεί πίσω από τον τοίχο της αυλής.
Συμβολισμοί και μηνύματα του έργου
Στο κέντρο του πίνακα παρατηρούνται πέντε παιδιά ντυμένα με παραδοσιακά ρούχα, τα οποία με τη συνοδεία οργάνων (ταμπούρλο και φλογέρα) ψάλλουν το σούρουπο τα κάλαντα στην αυλή ενός σπιτιού . Από τη μισάνοιχτη πόρτα διακρίνεται νεαρή γυναίκα -μητέρα που κρατά στην αγκαλιά της βρέφος και στο ένα της χέρι ένα κλαδί με ρόδια. Το ρόδι, καρπός της αφθονίας, της γονιμότητας, της καλοτυχίας, του πλούτου, αλλά και των νεκρών ή του θανάτου, συντροφεύει συμβολικά την ανθρώπινη παρουσία στη Γη από την προϊστορία της μέχρι τις ημέρες μας.
Ο Λύτρας, δίπλα στην πόρτα του σπιτιού τοποθετεί ένα αρχαίο άγαλμα, χαρακτηριστικό στοιχείο που παραπέμπει στην ελληνική αρχαιότητα, τη συνέχεια ή την ασυνέχεια με αυτήν του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στην άλλη πλευρά της πόρτας, η χορτάρινη σκούπα και το ξεραμένο φυτό αποτελούν ενδεχομένως σύμβολα της φτώχειας της ελληνικής κοινωνίας κατά το 19ο αιώνα και το ποτήρι με το νερό δίπλα στο πηγάδι, το έθιμο της Πρωτοχρονιάς για την καλοτυχία.
Η οικία απεικονίζεται να περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής, και πίσω από αυτόν διακρίνεται ανθρώπινη φιγούρα που παρακολουθεί τη σκηνή.
Τέλος, οι διαφορές που παρατηρούνται στα ενδύματα των παιδιών, αλλά και στα διαφορετικά φυλετικά τους χαρακτηριστικά είναι πιθανό να συμβολίζουν τα στοιχεία της πολυπολιτισμικότητας στην ελληνική κοινωνία του νεοσύστατου κράτους. Συνολικά, ο καλλιτέχνης αποδίδει με λεπτομέρεια μια τυπική ελληνική ηθογραφική σκηνή, που διανθίζεται από συμβολικά στοιχεία.
Τα Κάλαντα αποτελούν χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό δείγμα της ηθογραφίας που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η ακριβής απόδοση των λεπτομερειών, η χρωματική αρμονία, οι μουντοί τόνοι και η έλλειψη φωτός παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καλλιτεχνικής παραγωγής της Σχολής του Μονάχου.
Το έργο καταδεικνύει τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ιστορική και ηρωική θεματολογία στη διερεύνηση των ηθών και των λαϊκών εθίμων και παραδόσεων της χώρας, η οποία συνδέεται με τις πρώτες λαογραφικές έρευνες.
Ο Νικηφόρος Λύτρας γεννήθηκε στην Τήνο το 1832 και μετά τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, το 1860, φοίτησε με υποτροφία στην Ακαδημία του Μονάχου. Στη συνέχεια, την περίοδο 1866-1904 δίδαξε στην Αθήνα στο Σχολείο των Τεχνών εμπνέοντας τις νεώτερες γενιές καλλιτεχνών. Θεωρείται ο εισηγητής της ηθογραφίας στην Ελλάδα.